- καταυθαδίζω
- κατ-αυθᾱδίζω,A act or speak obstinately against, τινος Suid.:—[voice] Med., Men.Prot.p.102 D.:—also [suff] κατ-ιάζομαι, defy,
τῶν νόμων Just.Nov.12.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν νόμων Just.Nov.12.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταυθαδίζω — act pres subj act 1st sg καταυθαδίζω act pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυθαδίζω — καταυθαδίζω, μέσ. ίζομαι και ιάζομαι (AM) 1. ενεργ. είμαι αυθάδης, ισχυρογνώμων, μιλώ ή ενεργώ με αυθάδεια ή περιφρόνηση εναντίον κάποιου 2. (ενεργ. και μέσ.) προκαλώ, περιφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐθαδίζω (< αὐθάδης)] … Dictionary of Greek
καταυθαδίζῃ — καταυθαδίζω act pres subj mp 2nd sg καταυθαδίζω act pres ind mp 2nd sg καταυθαδίζω act pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυθαδιζομένους — καταυθαδίζω act pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταυθαδισαμένου — καταυθαδίζω act aor part mid masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)